- μογγολική κηλίδα
- Επίπεδη, λεία, καστανή έως κυανόμαυρη κηλίδα, ποικίλου μεγέθους, στο κάτω μέρος της πλάτης και τους γλουτούς κατά τη γέννηση. Εξαφανίζεται συνήθως πριν από την ηλικία των 5 χρονών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μογγολικός — ή, ό [Μογγόλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μογγολία ή στους Μογγόλους («μογγολική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται από τη Μογγολία ή αυτός που προέρχεται από τους Μογγόλους («μογγολική φυλή») 3. φρ. α) «μογγολική κηλίδα» ιατρ. φαιοκύανη… … Dictionary of Greek